Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ζούμε την ακριβώς αντίστροφη νοοτροπία των αγίων Πατέρων, οι οποίοι αγωνίζονταν για τα πράγματα και όχι για τα νοήματα, για το πνεύμα και όχι για το γράμμα, για τη ζωή και όχι για τις λέξεις. 

Του Κώστα Νούση
Θεολόγου - Φιλολόγου 
Α.Π.Θ.  

Επίσης, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να θεραπεύσουν και όχι να προγκίσουν από τον χώρο της σωτηρίας, να ελκύσουν και όχι να απωθήσουν, να συγκρατήσουν στο Σώμα του Χριστού και όχι να εκτοπίσουν. 

Αντ’ αυτών των ευγενών και εκλεπτυσμένων προαιρέσεων και προσωπικοτήτων έχουμε πλέον το ‘μεταπατερικό’ φαινόμενο των χωροφυλάκων και τελωνειακών της Ορθοδοξίας, με το πνεύμα της δικανικής αυστηρότητας και τις ιεροεξεταστικές διαθέσεις και πρακτικές. 

Το διαδίκτυο κατακλύζεται καθημερινά από θεολόγους και θεολογούντες - υποκλέπτοντες μάλλον το δικαίωμα της χρήσης του όρου και οικειοποιούμενους αθέσμως, ακόμψως και κακοτρόπως πολλάκις το περιεχόμενό του – οι οποίοι επιδίδονται σε έναν τιτάνιο αγώνα αποκάθαρσης της νοθευόμενης κατ’ αυτούς ορθοδοξίας από το γένος των οικουμενιστών, φιλοπαπικών και λοιπών ‘παραχαρακτών’ της πίστης. 

Με όλους αυτούς εξυφαίνεται μια ανατρεπτική, αποδομητική και αντεστραμμένη εικόνα της εκκλησιαστικής τάξης, όπου λαϊκοί ελέγχουν κληρικούς, το ποίμνιο εξισώνεται και υπερβαίνει την Ιεραρχία, ειδικά τους Επισκόπους, τους οποίους ‘για πλάκα’ σχεδόν εξυβρίζει, απαξιοί και αποκαθηλώνει παντί τρόπω, από τον πιο ύπουλο και τεχνήεντα έως τον πιο απροκάλυπτο, βάναυσο και χυδαίο. 

Στημένοι στη γωνία, καραδοκούντες να υφαρπάξουν ένα νεύμα, κάποιον λόγο, μια κίνηση που θα την περάσουν από την ψυχοπαθολογική τους κρησάρα ως εφάμαρτη και προδοτική. Δεν τολμάς, μάλλον δεν προλαβαίνεις να αρθρώσεις μια κουβέντα και αμέσως αθυμείς κάτω από το βεβαρημένο κλίμα της πιθανής σου στοχοποίησης. 

Ούτε κουβέντα δε να γίνεται για τη νηφάλια εκφορά θεολογικού, έστω επιστημονικού σχετικού λόγου• το ενδεχόμενο να καταταγείς, μάλλον να βαπτισθείς οικουμενιστής, αιρετιστής, παπίζων, βαρλααμιστής, βαπτισματικός, φραγκολατίνος, εκδυτικισθείς, κουλτουριάρης ή απλά υδαρής περί τα πνευματικά είναι περισσότερο από δεδομένο. 

Το ευχάριστο είναι – βάζοντας και δω καλό λογισμό κατά τον γερο Παΐσιο - ότι εισήγαγαν θρησκευτικούς νεολογισμούς εμπλουτίζοντες το σχετικό λεξιλόγιο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άστοχα ή παντελώς κενά και ανυπόστατα λεκτικά σημαίνοντα. 
Δε θα καταπιανόμουν και πάλι με τον πολιό ‘ομολογητή’ και ‘πρύτανη’ των εν Ελλάδι θεολόγων Ν. Σωτηρόπουλο, αν δεν αποτελούσε ενδεικτική περίπτωση και περιεκτικό φαινόμενο των εκκλησιο – θεολογικών τεκταινομένων της εποχής. 

Η συχνή τώρα τελευταία εμφάνισή του στον χώρο του διαδικτύου αποδείχνει για πολλοστή φορά πως του νεοφανούς φονταμενταλιστικού και νεοζηλωτικού θεολογίζοντος συρμού η ομώνυμη πειρατική θεολογούσα γενιά ξέρει μόνο να βρίζει και να καταδικάζει και όχι να απαντάει στα δικά της ατοπήματα ή τουλάχιστο να ακούει την όποια ετερότητα, ακόμα και αυτήν που εκφέρεται από ομόδοξα χείλη• θέλει μόνο να ενήδεται με τους εκβιασμένους επαίνους μιας κάστας ομοφρονούντων και όχι να ανακρίνεται κάτω από το φως της αλήθειας και της νηφαλιότητας• να μονολογεί σε εκδόσεις φιρμανίων αφορισμού αιρετιζόντων και να δρέπει επαίνους και δάφνες εσωτερικής κατανάλωσης παρά να ανακιρνάται στον αγώνα της Ορθοδοξίας για διάλογο με τη σύγχρονη μετανεωτερικότητα. 

Κρυμμένοι όπισθεν ψευδασφαλίσεων που παρέχει το γράμμα του νόμου και εμμονών σε τύπους και εν πολλοίς αυθαίρετων ερμηνειών της εκκλησιαστικής ιστορίας και παράδοσης, βάλλουν ανελέητοι κατά των ταγών της Ορθοδοξίας, καθαιρούντες, μηνύοντες, ευτελίζοντες και διυλίζοντες προθέσεις και ενέργειες με μια άκρως ψυχρόαιμη λογική και διάθεση, εξοβελίζοντας κάθε ίχνος διάκρισης και αγαπητικής διάθεσης.

Κρατάνε την κόλαση στο χέρι και την ανεμίζουν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια σχεδόν όλων εκείνων που τους ‘κάθονται στραβά’ από άποψη δογματικής ακρίβειας, την οποία μετέτρεψαν σε ποινικό κώδικα και εαυτούς όργανα της τάξης μιας ιδιοσύστατης εκτελεστικής εξουσίας, στην οποία προΐστανται οι λίγοι και εκλεκτοί, οι καθαροί, κάτι που εξωτερικεύουν ενίοτε ανερυθρίαστα, ως πρόσφατα ο πολιός: «διωγμοὶ καὶ περιπέτειες γιὰ τὴν Πίστι εἶνε προνόμια τῶν ὀλίγων καὶ ἐκλεκτῶν» φαντασιωνόμενος τη σχετική ευλογία περί εαυτού και λάθρα εν εαυτώ οιόμενος διακρίσεις υπεροχής, ως πλανώνται σχετικώς πλείστοι όσοι περί αυτόν. 
Επιδιδόμενος στο εξαρτησιογόνο χόμπι του να επιθεωρεί και ελέγχει ορθοδόξους Επισκόπους με προεξάρχοντα στην εμμονική του αντιπάθεια τον Οικουμενικό, φαίνεται πως δε διακρίνει ούτε τους και υπό των συντηρητικών αναγνωρισθέντες ως ‘παραδοσιακότερους’ και ‘ευλαβέστερους’, όπως τον Ναυπάκτου, ο οποίος τα ‘άκουσε’ κανονικότατα σαν σχεδόν αιρετίζων. 

Πλειστάκις από τον χώρο αυτό παρατηρήσαμε την αρρωστημένη αυτή τακτική και νοοτροπία του πολιού έναντι και άλλων Επισκόπων (βλέπε τον Αλεξανδρούπολης και τον Σιατίστης). Φέρων (δοκησισόφως) ο ίδιος την αποκλειστικότητα της ορθόδοξης ακρίβειας και ομολογιακής ακεραιότητας, μέσα από την πάγια θλιβερή του αυτή πρακτική προσπαθεί να περικρατήσει από την όποια πιθανή απώλεια ή αμφισβήτηση το κεκτημένο του ομολογιακού του οφικίου. 

Σχιζοφρενικός θεολογικά προσφωνεί στο ίδιο κείμενο άλλοτε με τον κανονικό τους τίτλο και άλλοτε εντός εισαγωγικών τους Επισκόπους, αποκαλύπτοντας μέσα στην ειρωνεία του τη συγκεχυμένη εκκλησιολογική του συνείδηση. 

Χωρίζει τους μητροπολίτες σε ευσεβείς και – λογικῇ ἀκολουθίᾳ - ασεβείς, αγωνιστές και προδότες, και κλιμακωτά υποβιβάζει τον Παναγιότατο από Πατριάρχη σε απλό λαϊκό (δια της κλητικής προσφώνησης κ. Βαρθολομαίε). 

Στη συνέχεια ευφαντάστως εγκαλεί τον Οικουμενικό για ανεπίσημη ένωση με τους ρωμαιοκαθολικούς και προχωρά απροκάλυπτα σε κάλεσμα για αποτείχιση, δηλαδή απόσχιση από την Εκκλησία και πρόκληση νέου ‘παλαιοημερολογιτισμού’ εν Ελλάδι: «θὰ ἐξεγερθοῦν, θὰ σᾶς καταγγείλουν ὡς αἱρετικούς, θὰ σᾶς ἀποκηρύξουν, καὶ θὰ διακηρύξουν, ὅτι αὐτοί, οἱ πιστοί, αὐτοὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Oἱ δὲ πιστοὶ Ἀρχιερεῖς θὰ χειροτονήσουν νέους Ἀρχιερεῖς, πιστούς, ἀδιαβλήτους, ἐκλεκτούς, καὶ θὰ δημιουργηθῇ νέα Ἱεραρχία, Ὀρθόδοξη, ἀνταποκρινομένη στὶς κρισιμώτατες περιστάσεις τῶν χαλεπῶν καιρῶν μας. Oἱ καλοὶ Ἀρχιερεῖς ἂς σκέπτωνται ἀπὸ τώρα πῶς θὰ μεθοδεύσουν τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς Πίστεως». 

Για να μην είμεθα μόνον απορριπτικοί, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κλείνει με προτροπή στον Βαρθολομαίο (τον ξανακάνει ευτυχώς Πατριάρχη!) για μετάνοια με παράλληλη υπόμνηση της ταυτόχρονης χαράς του εκκλησιαστικού πληρώματος. Συνυπολογίζοντας, βέβαια, τα προλαληθέντα, αφεύκτως θυμόμαστε και πάλι την παροιμία «να σε κάψω Γιάννη μ’, να σ’ αλείψω λάδι». 
Μετ’ ου πολύ περιέλαβε παραδόξως και τον άγιο Ναυπάκτου. Ενοχλήθηκε με τη φιλική υποδοχή του Πατριάρχη από τον τελευταίο, διότι το συνδέει με ανακολουθία λόγων και έργων, που εδώ ταυτίζεται με έμμεση προδοσία της πίστεως, εφόσον εν τοις πράγμασι – κατ’ αυτόν – δεχόμενος έναν ‘αιρετικό’ στην επαρχία σου, εν ταυτώ αποδέχεσαι τα πιστεύω του! Στη φράση «ἂς ἐπιτραπῇ νὰ κάνωμε δύο μόνο παρατηρήσεις. 

Λέγουμε «δύο μόνο», διότι δυνάμεθα νά κάνωμε περισσότερες, ἀλλ’ ἀρκούμεθα σὲ δύο» κάθε εχέφρων αναγνώστης βλέπει την ύπουλη υπονομευτική εξυπονόηση για πολλά λάθη – αιρέσεις στον Ναυπάκτου. Το προσπερνάμε ως ανάξιο σχολίων και βλέπουμε ευθύς αμέσως να βάλλεται ο Ιερόθεος για δογματικές ανακρίβειες, κολοσσιαίες (sic). 

Ας δούμε ενδεικτικά τη δεύτερη. Λέει επί λέξει: «γράφει ἐπίσης ὁ λόγιος Mητροπολίτης: «Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στὴν θέωση, ποὺ συνίσταται στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός». Kατ’ αὐτὴ τὴ διατύπωσι ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ θέωσι ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ὅρασι τοῦ ἀκτίστου φωτός. Mὲ τὸ νὰ ἰδῇ κανεὶς τὸ ἄκτιστο φῶς ὀφθαλμοφανῶς. Ἀλλὰ τοῦτο εἶνε ἄλλο κολοσσιαῖο λάθος». 

Το προσφιλές του άθλημα να διαστρέφει τα λεγόμενα του αντιδίκου είναι εκπληκτικό στη συχνότητα και στην ποιότητά του. Εννοείται πως ο Ιερόθεος εν προκειμένω δεν αναφέρει πως θεώνεσαι μόνον με τη θέα του φωτός, αλλά ότι δίνεται μεγάλη σημασία στο γεγονός.  

Μεταξύ των δύο διατυπώσεων μέγα χάσμα εστί. Άλλωστε, είναι αδύνατο να κρίνουμε τις απόψεις του Ναυπάκτου επί του θέματος μέσα από την παράθεση μιας μόνο φρασούλας. Αυτό θα ανήκε άνετα στον χώρο της επιχειρηματολογικής αγυρτείας. Συνεχίζει: «καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Nαυπάκτου κατὰ κόρον ὁμιλεῖ ὡς συγγραφεὺς καὶ ἱεροκήρυξ γιὰ τὸ ἄκτιστο φῶς, ἐρωτοῦμε: Aὐτὸς εἶδε ποτὲ τὸ ἄκτιστο φῶς ὀφθαλμοφανῶς;… 

Nὰ προσέχῃ πολὺ ὁ λόγιος Mητροπολίτης Nαυπάκτου κ. Ἱερόθεος τί λέγει καὶ τί γράφει». Η αυθάδεια της ερώτησης και της διάδοχης επίπληξης προς τον Μητροπολίτη τωόντι ξεπερνά πολλά όρια, δείχνοντας παράλληλα προς την πάλαι ποτέ ευσεβιστική αντιησυχαστική νοοτροπία και πολεμική των οργανώσεων. 
Ο πολιός αποτελεί τρανό δείγμα αυτής της κάκιστης συνήθειας της πολυσυλλεκτικής νεοομολογητικής ομάδας, που άρχισε να σεκτοποιείται με τη συνδρομή μοναχών και κληρικών όλων των βαθμών της ιερωσύνης. 

Ο θεολογικός λόγος, όταν διελέγχει και επιτιμά, το ποιεί εν αγάπη και διακρίσει. Σε αντίθετη περίπτωση, συνήθως, έχουμε πρόβλημα. Και στην ευκταία σκόπευσή του, αλλά προπαντός στην ουσία του και στην κατάσταση του υποστασιάζοντος αυτόν. 

Η έκκληση για μετάνοια επιστρέφεται όχι μόνο στον γράφοντα τα πιο πάνω, μα και σε όποιον αποφασίσει να μεταπηδήσει οικειοθελώς από το πνεύμα και τη θέση της μαθητείας και της ταπείνωσης σε εκείνην του διδάχου και της (κατα)κρίσεως. 
Κ.Ν. 
28/11/2012
Ιδιωτική Οδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

______________________________________ Αρχειοθήκη αναρτησεων ιστολογίου